Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

τὸν πόλεμον

  • 1 Commendation

    subs.
    P. and V. ἔπαινος, ὁ, Ar. and P. ἐγκώμιον, τό, εὐλογία, ἡ, V. ἐπαίνεσις, ἡ, αἶνος, ὁ.
    He was the first of those engaged in the war to receive public commendation in Sparta: P. πρῶτος τῶν κατὰ τὸν πόλεμον ἐπῃνέθη ἐν Σπάρτῃ (Thuc. 2, 25).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Commendation

  • 2 Prey

    subs.
    Booty: P. and V. λεία, ἡ, ἁρπαγή, ἡ.
    Quarry: P. and V. ἄγρα, ἡ, (Plat. but rare P.), ἄγρευμα, τό (Xen.), θήρα, ἡ (Xen.), V. θήραμα, τό.
    A prey for ( generally of persons): V. σκῦλον, τό (dat.), ἕλωρ, τό (dat.), ἁρπαγή, ἡ (gen. or dat.), ἕλκημα, τό (gen.), διαφθορά, ἡ (dat.).
    Victim to be devoured: Ar. and V. φορβή, ἡ (dat.), V. θοίνη, ἡ (dat.), θοινατήριον, τό (dat.); see under Food.
    Be a prey to, be haunted by, met.: P. and V. συνεῖναι (dat.). συνέχεσθαι (dat.), ἐνέχεσθαι (dat.).
    Be troubled by: P. and V. νοσεῖν (dat.).
    A prey to: use adj., P. and V. σύνοικος (dat.) (Plat.).
    They were ruined by falling a prey to personal quarrels: P. ἐν σφίσι κατὰ τὰς ἰδίας διαφορὰς περιπεσόντες ἐσφάλησαν (Thuc. 2, 65).
    They thought that the Athenians being engaged in double war both against them and the Sicilian Greeks would fall an easier prey: P. τοὺς Ἀθηναίους ἐνόμιζον διπλοῦν τὸν πόλεμον ἔχοντας πρός τε σφᾶς καὶ Σικελιώτας εὐκαθαιρετωτέρους ἔσεσθαι (Thuc. 7, 18).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prey

  • 3 Provocation

    subs.
    P. παροξυσμός, ὁ.
    We begin the war under provocation: P. ἀδικούμενοι τὸν πόλεμον ἐγείρομεν (Thuc. 1, 121).
    Nor do we attack without extreme provocation: P. οὐδʼ ἐπιστρατεύομεν μὴ καὶ διαφερόντως τι ἀδικούμενοι (Thuc. 1, 38).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Provocation

  • 4 Seriously

    adv.
    P. σπουδαίως, ἐντόνως, συντόνως; see Eagerly.
    To speak not seriously but in jest: P. εἰπεῖν οὐ σπουδάζων ἀλλὰ παίζων.
    Terribly: P. and V. δεινῶς.
    Dangerously: P. and V. ἐπικινδνως.
    Be seriously wounded: P. πολλ τραυματίζεσθαι (Thuc. 4, 12).
    He took the war seriously: P. οὐκ ἐκ παρέργου τὸν πόλεμον ἐποιεῖτο (Thuc. 7, 27).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Seriously

  • 5 Set

    subs.
    Faction, clique P. and V. στσις, ἡ.
    Arrangement: P. and V. τάξις. ἡ.
    Number: P. and V. ἀριθμός, ὁ.
    Class: P. and V. γένος, τό, εἶδος, τό.
    Set ( of sun): P. and V. δύσις, ἡ, δυσμαί, αἱ; see Sunset.
    Set back, failure: P. πταῖσμα, τό; see Failure.
    Set off: use adj., P. ἀντάξιος; see compensating, under compensate, v.
    ——————
    adj.
    Stationary: P. στάσιμος.
    Fixed, appointed: P. and V. προκείμενος.
    Resolute: P.. and V. καρτερός, V. ἔμπεδος.
    Be set on: P. and V. προθυμεῖσθαι (infin.), σπουδάζειν (infin.); see be eager, under Eager.
    Set speech: P. συνεχὴς ῥῆσις, ἡ; see also Harangue.
    On set terms: P. and V. ἐπὶ ῥητοῖς.
    Of set purpose: see on purpose, under Purpose.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. τιθέναι, ἱστναι.
    Make to sit: P. and V. καθίζειν, V. ἵζειν, ἱδρειν, ἐξιδρειν.
    Appoint: P. and V. καθιστναι (or mid.), τάσσειν, προστάσσειν.
    Lay down (limits, etc.): P. and V. ὁρίζειν.
    Fix: P. and V. πηγνύναι.
    Set ( as a task): P. and V. προτιθέναι (τί τινι), προστιθέναι (τί τινι), προστάσσειν (τί τινι), ἐπιτάσσειν (τί τινι), ἐπιβάλλειν (τί τινι), προσβάλλειν (τί τινι).
    Set to music: P. ἐντείνειν (Plat., Prot. 326B).
    Words set to music: P. λόγος δόμενος (Plat., Rep. 398D).
    I set you in the track that is best: V. ἐς τὸ λῷστον ἐμβιβάζω σʼ ἴχνος (Eur., H.F. 856).
    Set an example: P. παράδειγμα διδόναι.
    Set one's heart on: see Desire.
    To obtain that on which you have set your hearts: P. κατασχεῖν ἐφʼ ἃ ὥρμησθε (Thuc. 6, 9).
    V. intrans. Of the sun: P. and V. δύνειν, δύεσθαι (Plat., Pol. 269A), V. φθνειν.
    Becume fixed: P. and V. πήγνυσθαι.
    Set about: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἐγχειρεῖν (dat.). ἐπιχειρεῖν (dat.). αἵρεσθαι (acc.), ναιρεῖσθαι (acc.); see Undertake.
    Set against, plant against: P. and V. προσβάλλειν (τί τινι).
    Match one against another: P. and V. ἀντιτάσσειν (τινά τινι, or τινα πρός τινα).
    met., make hostile: P. ἐκπολεμεῖν.
    Set one thing in the balance against another: P. ἀντιτάσσεσθαι (τί τινι, or τι πρός τι), P. and V. ἀντιτιθέναι (τί τινος).
    Set apart: P. and V. ἀπολαμβνειν (Eur., Or. 451); see set aside, separate.
    Set aside: P. χωρὶς τίθεσθαι, ἀποχωρίζειν.
    Except: P. and V. ἐξαιρεῖν; see also Reject, Disregard.
    Set at defiance: see Defy.
    Set at naught: P. and V. μελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), καταμελεῖν (gen.), P. παρορᾶν (acc.), ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι (acc.), V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι (acc.), κηδεῖν (gen.); see Disregard.
    Set before: P. and V. προτιθέναι.
    Set on table: Ar. and P. παρατιθέναι.
    Set down: Ar. and P. καταβάλλειν.
    Set down ( to anyone's account): P. and V. ναφέρειν (τί τινι, or τι εἴς τινα); see Impute.
    Set eyes on: see Behold.
    Set foot on: P. and V. ἐμβαίνειν (P. εἰς, acc., V. acc., gen. or dat.), ἐπιβαίνειν (gen.), V. ἐπεμβαίνειν (acc., gen. or dat.), ἐμβατεύειν (acc. or gen.).
    Set forth: P. and V. προτιθέναι.
    Narrate: P. and V. διέρχεσθαι, ἐπεξέρχεσθαι; see narrate; v. intrans.: see set out.
    Set in, begin, v. intrans.: P. and V. ἄρχεσθαι; see Begin.
    Set off, be equivalent to: P. ἀντάξιος εἶναι (gen.); see also Balance.
    Adorn: P. and V. κοσμεῖν; see adorn; v. intrans.: see set out.
    Set on, urge against anyone: P. and V. ἐφιέναι (τί τινι), V. ἐπισείειν (τί τινι), P. ἐπιπέμπειν (τί τινι); see also encourage, launch against.
    Put on: P. and V. ἐφιστναι.
    Set on fire: see Burn.
    Set on foot: P. and V. προτιθέναι; see Institute.
    Begin: P. and V. ἄρχειν (gen.); see Begin.
    Set on table: Ar. and P. παρατιθέναι, V. προτιθέναι (also Ar. in mid.).
    Set out, expose, put out: P. and V. προτιθέναι; v. intrans.: start: P. and V. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι, φορμᾶν, φορμᾶσθαι, ἐξορμᾶν, ἐξορμᾶσθαι, παίρειν, V. στέλλεσθαι, ποστέλλεσθαι; see Start.
    Set over: P. and V. ἐφιστναι (τινά τινι).
    Set right: see Correct.
    Set round: P. περιιστάναι.
    Set sail: P. and V. νγεσθαι, ἐξανγεσθαι, παίρειν, P. ἐπανάγεσθαι; see under Sail.
    Set the fashion of, be the first to introduce: P. and V. ἄρχειν (gen.).
    Set to, he set the army to the work of fighting: P. καθίστη εἰς πόλεμον τὸν στρατόν (Thuc. 2, 75).
    The servants all set their hands to work: V. δμῶες πρὸς ἔργον πάντες ἵεσαν χέρας (Eur., El. 799).
    Set to work: P. and V. ἔργου ἔχεσθαι (Thuc. 1, 49); see also Begin.
    Every man set to work: V. πᾶς ἀνὴρ ἔσχεν πόνον (Eur., I.T. 309).
    They set to and fought: P. καταστάντες ἐμάχοντο (Thuc. 1, 49).
    Set up: P. and V. ἱστναι, νιστναι, ὀρθοῦν (rare P.): ( a trophy) P. and V. ἱστναι, νιστναι.
    (Temple, altar, etc.): P. and V. ἱδρειν (or mid.), V. καθιδρύεσθαι.
    Set up in a place: P. and V. ἐγκαθιστναι (τί τινι), V. ἐγκαθιδρειν (τί τινι).
    They are setting up a brazen statue to Philip: P. Φίλιππον χαλκοῦν ἵστασι (Dem. 425).
    Be set up ( of a statue): P. ἀνακεῖσθαι.
    Appoint (as a government, etc.): P. and V. καθιστναι; see Appoint.
    Set up in a place: P. and V. ἐγκαθιστναι (τί τινι).
    Help to set up: P. and V. συγκαθιστναι (acc.).
    Bring forward: P. and V. προτιθέναι; see Introduce.
    Set up a shout: V. κραυγὴν ἱστναι (Eur., Or. 1529), κραυγὴν τιθέναι (Eur., Or. 1510), P. κραυγῇ χρῆσθαι (Thuc. 2, 4).
    Set up as, pretend to be: Ar. and P. προσποιεῖσθαι (infin.).
    Set up in ( business): P. κατασκευάζεσθαι (with acc. of the business).
    Set upon: P. and V. προσβάλλειν (acc. and dat.); see set on.
    Attack: see Attack.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Set

См. также в других словарях:

  • Μετὰ τὸν πόλεμον ἡ συμμαχία. — См. После ужина горчица …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Battle of the Olive Grove of Koundouros — Infobox Military Conflict conflict=Battle of the Olive Grove of Koundouros partof=the Fourth Crusade caption= date=1205 AD place= Messenia, Peloponnese result=Decisive Frankish victory combatant1=Franks combatant2=Byzantines commander1=William of …   Wikipedia

  • Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… …   Dictionary of Greek

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… …   Dictionary of Greek

  • συρρήγνυμι — και συρρηγνύω ΜΑ [ῥήγνυμι / ῥηγνύω] 1. σπάζω κάτι με βίαιη σύγκρουση, συντρίβω («καὶ πρός τι τῶν βάθρων δρόμῳ φερόμενος συνέρρηξε τὴν κεφαλὴν ὡς ἀποθανούμενος», Πλούτ.) 2. παθ. συρρήγνυμαι και συρρηγνυομαι αρχίζω τη μάχη, συμπλέκομαι… …   Dictionary of Greek

  • Καλαποθάκης, Δημήτριος — (Αρεόπολη Λακωνίας 1862 – Μόναχο 1921). Δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το θέατρο και τη δημοσιογραφία. Κατά την περίοδο που ζούσε στον Βόλο ασχολήθηκε με τις εκδόσεις και τη συγγραφή. Ίδρυσε το περιοδικό… …   Dictionary of Greek

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»